- τελεόμηνος
- τελεόμηνοςwith full complement of monthsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελεόμηνος — και τελειόμηνος, ον, Α 1. τέλειος ως προς τον αριθμό τών μηνών που απαιτούνται («τελεόμηνος δωδέκατος ἄροτος», Σοφ.) 2. αυτός που έχει συμπληρώσει τους μήνες τής κυοφορίας («τελεόμηνον τέκνον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + μηνoς… … Dictionary of Greek
τελεόμηνα — τελεόμηνος with full complement of months neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
τελειόμηνος — ον, Α βλ. τελεόμηνος … Dictionary of Greek